αναθρεπτός

αναθρεπτός
αναθρεφτός, ή , ό 1. воспитанный (кем-л.);
2. (ο ) воспитанник

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αναθρεπτός" в других словарях:

  • ἀνάθρεπτος — foster child masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναθρεπτός — και φτός, ή, ό [ανατρέφω] 1. αυτός που ανατρέφεται ή ανατράφηκε από μικρή ηλικία από ξένη οικογένεια σαν δικό της παιδί α) το αρσ. ως ουσ. ο αναθρεφτός ο μη πραγματικός γιος, ψυχογιός, ψυχοπαίδι β) το θηλ. ως ουσ. η αναθρεφτή η μη πραγματική κόρη …   Dictionary of Greek

  • αναθρεφτός — ή, ό βλ. αναθρεπτός …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»